- ξηλώνω
- 1. ανοίγω τις ραφές ραμμένου ενδύματος, ξεράβω2. αφαιρώ τα καρφιά καρφωμένου αντικειμένου, ξεκαρφώνω3. (σχετικά με μηχανή) διαλύω σε συστατικά μέρη, αποσυνθέτω, ξεμοντάρω4. μτφ. διώχνω κάποιον, απομακρύνω κάποιον από τη θέση εργασίας του, απολύω («τόν ξήλωσαν από τη θέση τού διευθυντή»)5. μέσ. ξηλώνομαια) μτφ. πληρώνωβ) σχίζομαι, ξεσχίζομαι («πιάστηκα στα αγκάθια και ξηλώθηκε η μπλούζα μου»)6. μτφ. παρεμποδίζω, ματαιώνω («το κάλεσμα τού βασιλιού μη θέλει να ξηλώσει», Ερωτόκρ.)7. παροιμ. «ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σού λείπει» — λέγεται για εκείνους που επανέρχονται μάταια και άσκοπα στο ίδιο θέμα ή στην ίδια ασχολία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξηλώνω (< ἐξ + ἧλος «καρφί»), με σίγηση του αρκτ. άτονου φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε]-). Η γραφή ξυλώνω, από παρετυμολογική σύνδεση προς το ξύλο, είναι εσφαλμένη].
Dictionary of Greek. 2013.